- προσάγαμαι
- προσάγᾰμαι [ᾰγ],A admire besides, τινα Dam.Isid.304 (ap. Suid. s.v. προσηγάσθησαν).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσάγαμαι — Μ (αποθ.) θαυμάζω επί πλέον ή θαυμάζω πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἄγαμαι «θαυμάζω, εκτιμώ»] … Dictionary of Greek